Το Κέντρο Πολιτισμού « Ιωλκός» σε συνεργασία με την Δ/νση Πολιτισμού του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Μαγνησίας , διοργανώνουν εκδήλωση – αφιέρωμα στον μεγάλο νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη τη Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017 και ώρα 9 μ.μ στο Αρχοντικό Ζαφειρίου στον Αγ. Ονούφριο.
Για τον ποιητή θα μιλήσει ο Δημήτρης Δημηρούλης, στο Tμήμα Eπικοινωνίας, Mέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου, με θέμα «Τρία κρυφά ποιήματα. Η Ποιητική διαθήκη του Σεφέρη».
Ποιήματα του Γ. Σεφέρη θα διαβάσουν οι ηθοποιοί: Γρηγόρης Γαλάτης και Νιόβη Κωστοπούλου. Ενώ η εκδήλωση θα πλαισιωθεί από την υψίφωνο Μαριάντζελα Χατζησταματίου και τον Νίκο Παναγιωτίδη στο πιάνο.
Τον συντονισμό της εκδήλωσης θα έχει η αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Μαγνησίας Ελένη Χατζηδημητρίου.
Ο Γιώργος Σεφέρης, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γεώργιος Σεφειάδης γεννήθηκε στα Βουρλά Σμύρνης στις 13 Μαρτίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη .Το 1931 διορίζεται ως υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου. Στην συνέχεια ακολουθεί μια σημαντική πορεία ως διπλωμάτης στο Υπουργείο Εξωτερικών . Την ίδια χρονιά εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η “Στροφή’’, ενώ τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ και ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.
Η γλώσσα του Σεφέρη πυκνή και καίρια, συμπυκνώνει στην ποίησή του αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά “καημό της ρωμιοσύνης”. Η ζωντανή, γηγενής παράδοση συμπορεύεται με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία. Στο πρόσωπό του, στην ποιητική, δοκιμιακή και μεταφραστική του εργασία, η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του 20ου αιώνα.
O Οδυσσέας Ελύτης μιλώντας για τον Γ. Σεφέρη είπε : «Κανείς άλλος δεν στάθηκε τόσο ικανός ν’ ανιχνεύσει, να βρει και να κινήσει τα νήματα της ζωντανής ελληνικής παράδοσης όσο αυτός… Καλλιέργησε το αίσθημα της ευθύνης και κράτησε ψηλά τη σημαία της ελεύθερης συνείδησης, που τόσο την έχουν ανάγκη, σήμερα προπάντων, οι νέοι», ενώ ο Γ. Ρίτσος με τη σειρά του είπε: «Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά «σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Στο πλαίσιο του αφιερώματος στον μεγάλο νομπελίστα ποιητή στις 9 μ.μ την ίδια ημέρα, θα πραγματοποιηθούν τα εγκαίνια της έκθεσης του Δημήτρη Μητσάνα με θέμα « Για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Θα παρουσιαστεί η έκθεση μικρής σειράς έργων της τελευταίας δημιουργικής περιόδου του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Humboldt Καλιφόρνιας, μια δική του εκδοχή και ερμηνεία του γνωστού στίχου του ποιήματος «Ελένη» του κορυφαίου ποιητή.
Ο Δημήτρης Μητσανάς γεννήθηκε το 1933 στην Τρίπολη. Έφυγε στις ΗΠΑ το 1961 και έκανε τις βασικές και μεταπτυχιακές του σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης και στη Ζωγραφική στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια. Το 1971 συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα Καλιφόρνιας. Από το 1968 άρχισε να διδάσκει ιστορία τέχνης, ζωγραφική και σχέδιο στο Humboldt State University της Καλιφόρνια, όπου διετέλεσε κοσμήτωρ από το 1986-1990 και υπήρξε καθηγητής έως το 1999. Από το 1995 έως το 2013 οργάνωσε ετήσια προγράμματα φοιτητών πανεπιστημίων της Καλιφόρνια με έδρα τη Άφησο . Έχει παρουσιάσει έργα του σε εκθέσεις στις ΗΠΑ και στην Ελλάδα. Με τη Βολιώτισσα σύζυγό του Δέσποινα Πολυχρονοπούλου ζουν μεγάλο διάστημα του χρόνου στην Άφησο και Βόλο. Ο ίδιος αναφέρει :
«Το αδειανό πουκάμισο με απαλές τσακίσεις, κουμπιά από φίλντισι γυαλιστερά, γιακάς καλοκολλαρισμένος, κοίταζε της Ελένης το κορμί, το πλησίασε, το άγγιξε και το αγκάλιασε άπειρες φορές προτού μείνει ένας απλός παρατηρητής. Ένα κέλυφος με σημασία και χωρίς, μια αυταπάτη που έφτιαξε ο χρόνος.
Το πουκάμισο, Λακεδαιμόνιοι, Μυκηναίοι και όλοι εμείς ακολουθήσαμε το οδοιπορικό της Ελένης στην Τροία, Κύπρο (Πλάτρες) ή πουθενά.
Η Ελένη, που ίσως δεν έφυγε ποτέ γιατί την θέλαμε εδώ και την φέραμε πίσω. Ένα αισθησιακό είδωλο, φαντασία, ποίημα επιθυμίας. Η Ελένη ήταν ψιλή, λυγερή με καμπύλες που επιθυμούσαν οι άντρες και που οι γυναίκες τη ζήλευαν ίσως. Η Ελένη γέμιζε τις καρδιές μας τις ώρες μας και τις ημέρες.
Την Ελένη την στείλαμε στην Τροία ή πουθενά και την φέραμε πίσω επειδή ήταν δική μας, την θέλαμε να περπατάει ανάμεσά μας για να την βλέπουμε, ανήκε εδώ.
Το πουκάμισο, η Ελένη και όλοι εμείς ακολουθήσαμε τα αχνάρια του χρόνου σπαταλώντας ατέλειωτες ώρες νιότης επιθυμώντας την. Το πουκάμισο έχασε τη λαμπράδα του, το κολλάρισμα του και στέγνωσε-ένα αδειανό κέλυφος σημάδι αυταπάτης κάλλους και ενέργειας του κάποτε».