Με την ταινία Παραδόσεις Αγάπης σε σκηνοθεσία Ριτές Μπάτρα συνεχίζονται οι προβολές της Κινηματογραφικής Κοινότητας από τον ΔΟΕΠΑΠ – ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου.
Περίληψη:
Ένα λάθος στο αλάθητο σύστημα παράδοσης γευμάτων του Μουμπάι δίνει σε δυο μοναχικούς ανθρώπους -μια παραμελημένη νοικοκυρά κι έναν απογοητευμένο δημόσιο υπάλληλο- την ευκαιρία να ονειρευτούν ξανά! Μια γεμάτη χιούμορ, ζεστασιά και ευαισθησία ιστορία μας προσφέρει μια μαγική γεύση από την Ινδία. Η ταινία αιχμαλωτίζει τον θεατή με την εξωτική της ατμόσφαιρα και τις μυρωδιές της σπιτικής ινδικής κουζίνας.
Μία ήσυχη ταινία για την πολύβουη ζωή και την εκκωφαντική μας μητροπολιτική μοναξιά. Μία γλυκόπικρη δραμεντί που μιλά για φαγητό, αλλά σε αφήνει νηστικό να βγαίνεις από την αίθουσα αποφασισμένος για γεύσεις και όνειρα. Το ντεμπούτο του Ρίτες Μπάτρα είναι μία μικρή ταινία, με μεγάλη πεινασμένη καρδιά.
H Iλα είναι μία παρεμελημένη από το σύζυγό της 35χρονη γυναίκα στη σύγχρονη Μουμπάι. Μετά τη γέννηση της μοναχοκόρης τους, εκείνος έχει χρόνια να την αγγίξει, να την προσέξει, έστω να γυρίσει από το γραφείο και να σχολιάσει αν ήταν ωραίο το φαγητό που του μαγείρεψε. Ο Σαατζάν είναι ένας χήρος 50ρης δημόσιος υπάλληλος – ένα μήνα πριν την συνταξιοδότησή του. Μοναχικός, παραιτημένος, έχει χάσει την παλέτα επιθυμίας του, την όρεξή του για τη ζωή, και οι μέρες του περνούν ίδιες και μονότονες. Οταν η Ιλα αποφασίζει να ακολουθήσει της συμβουλή της θείας-γειτόνισσας να σαγηνεύσει από την αρχή τον άντρα της μαγειρεύοντάς του λιχούδικα γεύματα, ένα λάθος στο σύστημα παράδοσης του φαγητού, φέρνει τα νόστιμα πακέτα καθημερινά στο γραφείο του Σαατζάν. Από τη συνεχή αδιαφορία του συζύγου, η νεαρή γυναίκα συνειδητοποιεί ότι κάποιος άλλος είναι ο παραλήπτης των εδεσμάτων της και μαζί με το φαγητό, τού στέλνει ένα πρώτο γράμμα. Ετσι, σταδιακά ξεκινά μία εξομολογητική αλληλογραφία και μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δύο αγνώστων…
Μία βαθιά ειρωνία διατρέχει τη σεναριακή κατασκευή, τη σκηνοθεσία, την κατεύθυνση των ηθοποιών του «Lunchbox»: ενώ ο πρωτοεμφανιζόμενος δημιουργός Ρίτες Μπάτρα κρατά τους τόνους χαμηλούς, λιττούς, ήσυχους, η ταινία του σχολιάζει την εκκωφαντική καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων – μίας πολύβουης, πολύχρωμης Βομβάης που δεν έχεις χώρο να σταθείς στο τρένο, να ακουμπήσεις τα χαρτιά σου στο πνιγμένο σου γραφείο. Δεν έχεις χρόνο να ετοιμάσεις να φας, να κοιτάξεις στα μάτια τον άνθρωπό σου, ή τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Μόνο που ο χρόνος υπάρχει, συσσωρεύεται, κυλά μπροστά και αδίστακτα. Η ζωή περνά και χάνεται – ως συρραφή αυτής της θορυβώδους ησυχίας. Ενός αγχωμένου τίποτα. «Μπήκα στο μπάνιο σήμερα το πρωί και μύριζε όπως όταν έκανε ντους ο παππούς μου» γράφει ο Σαατζάν σε ένα από τα γράμματά του. «Νόμιζα ότι ήταν εκεί. Μέχρι που κατάλαβα ότι ο γέρος ήμουν εγώ. Δεν ξέρω πότε γέρασα. Ισως σήμερα το πρωί. Μάλλον εδώ και χρόνια…»
Δεν υπάρχουν μεγάλες σκηνές, εντάσεις, βαρύγδουπες ανατροπές στο σενάριο του Μπάτρα. Ομως, με γλυκόπικρο χιούμορ, ευαισθησία και τρυφερότητα, ο 35χρονος σκηνοθέτης έχει πλυμμηρίσει την ταινία του με στιγμές παρατήρησης, συνειδητοποίησης, αλήθειας. Εμπιστεύεται τη γλυκιά ευγένεια των λυπημένων ματιών του πρωταγωνιστή του (εξαιρετικός ο Ιρφάν Καν, γνωστός μας από τα «Slumdog Millionaire», «Η Ζωή του Πι»), την μελαγχολία της ηρωίδας του για να μας πεισμώσει ότι δεν γίνεται, δεν επιτρέπεται μία ζωή χωρίς γεύσεις, χωρίς καρύκευμα, χωρίς επιθυμία.
Από το 1890 στη Βομβάη (από το 1995 το επίσημο όνομα της είναι Μουμπάι) 5000 «Dabbawalla» (κούριερ φαγητού) προμηθεύουν στο χάος των χιλιάδων γραφείων και εκατομμυρίων υπαλλήλων ζεστό, μαγειρευτό φαγητό – είτε από τα τοπικά εστιατόρια που ο καθένας πληρώνει με τον μήνα, κυρίως όμως από τα χέρια των γυναικών τους. Είναι μία παράδοση κι ένα σύστημα που έχει κατασκευαστεί από αγράμματους εργάτες, αλλά είναι τόσο διάσημα αλάθητο που μελετητές του Χάρβαρντ έχουν προσπαθήσει να το αποσαφηνίσουν.
Στη μαγειρική ένα λάθος συστατικό ανοίγει δρόμους για νέες γεύσεις. Στη πορεία της ζωής σου, ένα λάθος τρένο μπορεί να σε πάει στο σωστό προορισμό. Στην υπέροχη, μικρή φεστιβαλική δραμεντί του Μπάτρα ένα λάθος delivery θα δώσει σε δύο μοναχικούς ανθρώπους την ευκαιρία να ονειρευτούν από την αρχή…
στην κόλαση, ένα καταραμένο νουάρ ή κάτι σαν ένα αστικό γουέστερν, είναι τις περισσότερες φορές, αυτές οι συναντήσεις τους με τους άλλους που μοιάζουν προβληματικές.
Ναι το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη μπορεί να ήταν συνώνυμο με μια σκληρή γλώσσα, με μια λεκτική βία, με έναν τρόπο εκφοράς διαλόγων που τον χαρακτήρισε στο τοπίο του ελληνικό σινεμά, όμως το «Μικρό Ψάρι» μοιάζει να μην έχει ανάγκη αυτή την σύμβαση πια. Σκηνές σαν αυτές, όπου κάποιος μιλά με ρυθμό πολυβόλου επαναλαμβάνοντας ως επί το πλείστον βρισιές και «άγριες» λέξεις, δείχνουν αχρείαστες, μη αληθοφανείς, ανακόπτουν τον ρυθμό, κάνουν την ταινία να σκοντάφτει και δεν μοιάζουν καθόλου απαραίτητες για να δικαιολογήσουν την τροχιά του Στράτου.
Στο δεύτερο μέρος, όταν το τι πρόκειται να συμβεί μοιάζει λίγο πολύ ξεκάθαρο, το φιλμ εγκαταλείπει την υπερβολή αυτής της τεχνητής γλώσσας και κατορθώνει να σε βάλει σε έναν ρυθμό που υπνωτικά σε παγιδεύει και σε κρατά δέσμιο του μέχρι το τέλος. Εκεί είναι που το «Μικρό Ψάρι» δείχνει τα μεγάλα δόντια του και τότε είναι που τα μικρά κομμάτια του φιλμ ενώνονται σε μια μεγάλη εικόνα.
Μια εικόνα που είναι μαζί σκοτεινή και ματωμένη, αλλά που την ίδια στιγμή μοιάζει να αφήνει ένα ψήγμα αισιοδοξίας. Γιατί ακόμη κι αν όλα δείχνουν δίχως ελπίδα ή διέξοδο, ένα σκοτεινό τούνελ που δεν βγάζει στο φως μα σε έναν μαύρο τοίχο, μπορείς να δοκιμάσεις να τρέξεις. Δεν έχει σημασία αν τσακιστείς, σημασία έχει να το δοκιμάσεις. Κι αν στην πορεία κατορθώσεις να σώσεις κάποιον, τότε ο κόπος θα αξίζει. Ακόμη κι αν αυτός που έσωσες, είναι απλά ο εαυτός σου.