Τρίτη, 15 Οκτωβρίου 2024
Οικογενειακός Φίλος σε σκηνοθεσία Φιλίπ Λιορέ

Με την ταινία Οικογενειακός Φίλος σε σκηνοθεσία Φιλίπ Λιορέ σε σκηνοθεσία Ντι Ρις συνεχίζονται οι προβολές της κινηματογραφικής κοινότητας του ΔΟΕΠΑΠ-ΔΗΠΕΘΕ του Δήμου Βόλου.

 

Ο βετεράνος Φιλίπ Λιορέ φτιάχνει «ήσυχο» οικογενειακό δράμα, το οποίο αποτυπώνει την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, τα ηθικά διλήμματα που συνοδεύουν τις αποφάσεις και τις πράξεις μας αλλά και τη δυνατότητα ή μη να εξιλεωθούμε, πετυχαίνοντας  την απαιτούμενη συναισθηματική κλιμάκωση.

Στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθισε σε προχωρημένη – για τα δεδομένα – ηλικία, έχοντας ξεπεράσει τα σαράντα του χρόνια, αφήνοντας πίσω τους το πόστο του ηχολήπτη που υπηρέτησε πιστά για παραπάνω από δύο δεκαετίες. Η επιτυχία μάλιστα άργησε να του κτυπήσει την πόρτα, καθώς από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1993 μεσολάβησε περισσότερο από μια δεκαετία μέχρι να θρέψει καρπούς, πρώτα με το Je vais bien, ne t’en fais pas του 2006 και ακολούθως μια τριετία μετά με το Welcome, που του άνοιξε τον δρόμο για τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ. Με ενδιάμεσο σταθμό το Toutes nos envies από το 2011 που δεν προβλήθηκε στα μέρη μας, ο 63χρονος πλέον Φραντσέζος Philippe Lioret επιστρέφει στην δράση με μια ακόμη αξιόλογη ταινία, κινούμενη κι αυτή στο δραματικό μονοπάτι της ανάλυσης των διαπροσωπικών οικογενειακών σχέσεων.

Παρότι έχει δεχτεί όχι και λίγα κτυπήματα στην ζωή του, ο 35χρονος Παριζιάνος Ματιέ Καπελιέ, βλέπει την καθημερινότητα του να κινείται σε αργούς και σταθερούς ρυθμούς, χωρίς εκπλήξεις και ανατροπές. Διαζευγμένος, χωρίς να βρίσκεται σε ρήξη με την πρώην, χαίρεται τις ελάχιστες στιγμές που του αφήνει ελεύθερο η απαιτητική του εργασία ως υπεύθυνος πωλήσεων ονομαστής μπράντας ζωοτροφών, όταν βρίσκεται δίπλα στο μοναχοπαίδι του, τον μικρούλη Βαλεντίν, που κυριολεκτικά λατρεύει. Άλλωστε και ο ίδιος φροντίζει να μην λείψει από το παιδί του η πατρική στοργή, όπως ακριβώς συνέβη με εκείνον, μιας και δεν γνώρισε αληθινό πατέρα, μεγαλώνοντας και ανατρέφοντας τον, αποκλειστικά και μόνο η μητέρα του.

Μια νηνεμία που θα διακοπεί μονομιάς, δεχόμενος μια αναπάντεχη πληροφορία από τον μακρινό Καναδά, πως ο πραγματικός του γονιός, την ύπαρξη του οποίου μέχρι προ ολίγων στιγμών αγνοούσε, μόλις απεβίωσε. Για την ακρίβεια, εξαφανίστηκε από προσώπου γης, ψαρεύοντας σε επαρχιακή λίμνη κοντά στο Μόντρεαλ, με τις αστυνομικές αρχές, μετά από τριήμερη έρευνα να τον έχουν κηρύξει και επίσημα νεκρό. Αποσβολωμένος από τις ραγδαίες εξελίξεις, ο Ματιέ, θα πάρει την απόφαση να επιχειρήσει άμεσα το υπερατλαντικό ταξίδι, προκειμένου να αποδεχτεί την κληρονομιά – δώρο που του έχει αφήσει ως ευχή ο πατέρας, που ποτέ του δεν γνώρισε, αλλά και να συναντήσει από κοντά τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς του, που βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, θρηνώντας την απώλεια του. Χρέη εκτελεστή της ύστατης επιθυμίας του εκλιπόντος και μεσάζοντα που θα φέρει σε επαφή τον νεοεμφανισθέντα υιό με την πενθούσα φαμίλια, θα αναλάβει ο ηλικιωμένος στενότερος φίλος του αγνοούμενου – τύποις νεκρού, Πιερ Λεσάζ, γιατρός στο επάγγελμα επίσης, που εξαρχής θα δείξει δυσφορία για την παρουσία του Ματιέ στην κηδεία.

Και οι πληροφορίες, οι βασικές, εκείνες που δεν αποκαλύπτουν και τόσα πολλά για το πως θα εξελιχθεί αυτό το (και αστυνομικο ενδιαφέροντος) δράμα στην γαλλόφωνη μεριά της αχανούς χώρας του πλατανόφυλλου, δεν έχουν τελειωμό, μιας και το δύσκολα προσαρμόσιμο για την μεγάλη οθόνη, ομώνυμο σύγγραμμα του Jean Paul Dubois, απαιτεί γερό ξετύλιγμα στο κουβάρι, ώστε να μπάσει για τα καλά τον αυτόπτη μάρτυρα του, στην αιφνιδιαστικά δαιδαλώδη του πλοκή. Τα στοιχεία που δίδονται ευθύς εξαρχής, τα σταθερά ντοκουμέντα προκειμένου ο προβληματισμένος από την μεταστροφή 180 μοιρών που έχει πάρει η πορεία του, να καταλάβει τι ακριβώς τρέχει, δεν είναι και τόσο αποκαλυπτικά. Ένας ακριβός πίνακας, ονομαστού ζωγράφου, που θα του δοθεί δώρο για να τον μνημονεύει, πέντε συντροφικές πολαρόιντ σε ένα άλμπουμ με θύμησες, ένα καπέλο τζόκει που έμεινε πίσω λίγο πριν ο άφαντος δόκτορας πνιγεί (?), ένα στηθοσκόπιο που με αυτό άκουγε όλες τις καρδιές να κτυπούν, εκτός ποτέ από εκείνη του ίδιου του του γιου. Του καρπού ενός παράνομου έρωτα πριν τρεις και μισή δεκαετίες, που εγκαταλείφθηκε στην τύχη του, να μεγαλώσει δίχως την αρωγή του πατρός του. Δεν είναι και ο πρώτος, ούτε ο μοναδικός με αυτή την μοίρα. Τώρα όμως έφτασε η στιγμή να κλείσουν τα όποια κενά, να σφαλίσουν οι απορίες, να ολοκληρωθεί το παζλ της ύπαρξης του, της προέλευσης του, της ρίζας του. Να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος!

Το εύκολο πάθημα για τον θεατή του Le Fils De Jean, είναι να πέσει στην παγίδα της αναζήτησης του πτώματος, φορώντας την φόρμα του ντετέκτιβ κι εκείνος, ψάχνοντας τον στο βαλτοτόπι που τον κατάπιε. Σε αυτό το ενδεχόμενο, πιθανόν το τουίστ του φινάλε να σκάσει με πιο εκρηκτικό θόρυβο στην ψυχή του, ως μη αναμενόμενο. Στην διαφορετική περίπτωση, που θα βάλει τα πράγματα κάτω και θα τα ζυγίσει αποξαρχής ορθολογικά, εκτίμηση μου είναι πως το τέλος θα επέλθει ομαλότατα και από νωρίς προβλέψιμα, λυτρωτικά τόσο για τον ίδιο ως παρατηρητή, μα κυρίως για όλους τους συμμετέχοντες στο αγωνιώδες παιχνίδι αναζήτησης, όχι ενός χαμένου, εύπορου, Εβραίου παππού, μα του κρίκου εκείνου που θα έρθει και θα κουμπώσει το ελλιπές χθες, με το ελπιδοφόρο καινούργιο αύριο. Ήρθε η ώρα όλο εκείνο χάσμα που άνοιξε μια βραδιά πάθους, καιρό πριν, να κλείσει, όσο κι αν χρειαστεί κάποιοι που δεν έφταιξαν, να πονέσουν. Η αγάπη, πάλι, έχει τον πρώτο λόγο…

Γεμάτο ανατρεπόμενα και ενίοτε σκοτεινιασμένα από τις διαδοχικές απορίες, συναισθήματα και αφηγούμενο από την σκοπιά του διστακτικού για τι ακόμη μπορεί να περιμένει Ματιέ, το τριήμερο οδοιπορικό στην ψυχρή γη της βόρειας Αμερικής, μέσα από μικρές, μικρές λεπτομέρειες που στρώνουν ευφυώς το μονοπάτι ίσαμε την Ανάσταση, απονέμει στον βετεράνο μαέστρο Lioret ακόμη μια εύφημο μνεία καλλιτεχνικής ποιότητας. Ευαίσθητο, συγκινησιακά φορτισμένο στον επίλογο του, αφού προηγούμενα έχει δοκιμάσει την ανοχή της ηθικών αρχών πλατείας, θέτοντας ερωτήματα για το ποιος κρίνεται στ αλήθεια τέκνο και ποιος όχι, το φιλμ μέσα από ένα εξαιρετικό ερμηνευτικό δίπολο, που ορίζουν ο ανερχόμενος Pierre Deladonchamps και ο πεπειραμένος Gabriel Arcand, με ευκολία κερδίζει το χειροκρότημα της. Μαζί με την βουρκωμένη της ματιά. Όπως και στο Welcome θυμάμαι προ οκταετίας…

 

κεκπα διεκ κεκπα διεκ ΔΗΜΟΣ ΒΟΛΟΥ